ενδείκτης

ενδείκτης
ο (Α ἐνδείκτης)
νεοελλ.
1. ονομασία διαφόρων οργάνων (καθοδικών σωλήνων) ραδιοηλεκτρικών συσκευών, που χρησιμεύουν ως δείκτες σημάτων φωτός και ήχου
2. φρ. «ενδείκτης ύψους και πυροσωλήνα» — όργανο για τον καθορισμό τής διεύθυνσης τής αντιαεροπορικής βολής
αρχ.
1. κατήγορος
2. οδηγός, οδηγητής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φιλενδείκτης — ὁ, ΜΑ αυτός που τού αρέσει να επιδεικνύεται, επιδεικτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ἐνδείκτης (< ἐνδεικνύω «δείχνω, φανερώνω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”